μπασταρδεύω

μπασταρδεύω
[μπάσταρδος]
1. νοθεύω
2. νοθεύομαι, εκφυλίζομαι
3. διαστρέφω κάτι κακοβούλως («μην μπασταρδεύεις τα λόγια μου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπασταρδεύω — μπασταρδεύω, μπαστάρδεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμπαστάρδευτος — η, ο [μπασταρδεύω] ο μη μπασταρδεμένος, ο γνήσιος …   Dictionary of Greek

  • μπαστάρδεμα — το [μπασταρδεύω] 1. νοθεία 2. εκφυλισμός …   Dictionary of Greek

  • εκφυλίζω — εκφύλισα, εκφυλίστηκα, εκφυλισμένος, μτβ. 1. (για οργανικά όντα), κάνω κάτι να χάσει τις φυσικές ιδιότητες του είδους ή του γένους του, αλλοιώνω τη φύση του, το μπασταρδεύω: Η κατάχρήση των ναρκωτικών εκφυλίζει τον άνθρωπο. 2. χειροτερεύω κάτι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”